- κοπριήμετος
- κοπρ-ιήμετος, ον,A vomiting excrement, Hp.Epid.2.1.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοπριήμετος — κοπριήμετος, ον (Α) αυτός που κάνει εμετό κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπρία + ήμετος (< ἐμῶ «κάνω εμετό»), πρβλ. αν ήμετος, δυσ ήμετος] … Dictionary of Greek
κοπριήμετοι — κοπριήμετος vomiting excrement masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)